Η προσαρμογή των παραλιών στηv προβλεπόμενη αρνητική φυσική πραγματικότητα με σκοπό το μετριασμό της διάβρωσης προϋποθέτει το σχεδιασμό αποτελεσματικών και κατάλληλων έργων προστασίας. Η φυσική ιδιαιτερότητα των Ελληνικών νησιωτικών παραλιών (μικρές ‘‘παραλίες τσέπης’’ – ‘‘pocket beaches’’ με μικρή/μειούμενη χερσαία παροχή ιζημάτων) και οι ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές νησιωτικές συνθήκες περιορίζουν τις επιλογές των μέτρων προσαρμογής, μιας και για τη συντριπτική πλειοψηφία των νησιωτικών παραλιών δεν υπάρχει η π.χ. επιλογή της στρατηγικής της ‘‘Διαχειρίσιμης Οπισθοχώρησης’’- ‘‘Μanaged Retreat’’. Για το λόγο αυτό, οι επιλογές προσαρμογής αφορούν ‘ήπια’ ή/και ‘σκληρά’ έργα παράκτιας προστασίας (δηλ. τεχνητές αναπληρώσεις ακτής ή/και την κατασκευή προβόλων/κυματοθραυστών και παράκτιων τοίχων, αντίστοιχα).
“Σκληρά” Τεχνικά Μέτρα
Τα σκληρά έργα παράκτιας προστασίας χαρακτηρίζονται από σταθερές και μεγάλες κατασκευές από σκυρόδεμα ή ογκόλιθους, ενώ περιλαμβάνουν μια πληθώρα επιλογών όπως πρόβολους με στέψη πάνω από τη μέση θαλ. στάθμη, σύστημα παραλλήλων κυματοθραυστών, βυθισμένους προβόλους και κυματοθραύστες χαμηλής στέψης.
Για το σχεδιασμό της χωροδιάταξης σκληρών έργων στις μελετώμενες παραλίες πραγματοποιήθηκαν δοκιμαστικές προσομοιώσεις προηγμένων αριθμητικών μοντέλων που περιλαμβάνουν: (1) το μοντέλο μετάδοσης κυματισμών WAVE-L, (2) το μοντέλο κυματογενούς κυκλοφορίας και ανύψωσης της στάθμης θάλασσας WICIR (Wave Induced CIRculation), και (3) το μοντέλο στερεομεταφοράς/μακροχρόνιας εξέλιξης μορφολογίας πυθμένα SEDTR (SEDiment TRansport). Οι προσομοιώσεις πραγματοποιήθηκαν κάτω από διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες και παραμέτρους σχεδιασμού (όπως π.χ. βάθος βάσης/στέψης, μήκος, πλάτος και απόσταση από την ακτή), ενώ λήφθηκαν υπόψη τόσο παράγοντες ασφαλείας (π.χ. αποφυγή δημιουργίας επικίνδυνων παράκτιων ρευμάτων) όσο και ενδεχόμενες περιβαλλοντικές και αισθητικές επιπτώσεις από την κατασκευή του έργου. Επιλέχθηκαν δε οι σχεδιασμοί που όχι μόνον εκτιμήθηκαν ως αποτελεσματικοί κάτω από τις σημερινές συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα θα μπορούν μελλοντικά να είναι ανθεκτικοί και αναβαθμίσιμοι με σχετικά μικρό κόστος.
“Ήπια” Τεχνικά Μέτρα
Στο παρελθόν η αντιμετώπιση της διάβρωσης των ακτών γινόταν αποκλειστικά με σκληρά κατασκευαστικά έργα. Όμως, οι κατασκευές αυτές έδειξαν ότι επηρεάζουν το περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής χωρίς απαραίτητα να επιλύουν τα διαβρωτικά προβλήματα. Στις μέρες μας, η ανάγκη σωστής και ορθολογικής διαχείρισης της παράκτιας ζώνης δημιούργησε το ενδιαφέρον για αναζήτηση ήπιων μορφών έργων προστασίας ακτών (από άποψη λειτουργικότητας και κατασκευής) με κύριο γνώμονα τον περιορισμό των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (διάβρωση των γειτονικών ακτών και ποιότητα νερού), καθώς και το σεβασμό στο γενικότερο περιβαλλοντικό και αισθητικό αποτύπωμα. Τα ήπια έργα προστασίας είναι περιβαλλοντικά αποδεκτά εφόσον δεν εμποδίζουν με την παρουσία τους (τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό) τη θαλάσσια κυκλοφορία και δεν έχουν (σημαντικές) επιπτώσεις στα παράκτια οικοσυστήματα, ενώ οι κυριότερες μέθοδοι είναι οι πλωτοί κυματοθραύστες σε ακτές με μικρό εύρος παλίρροιας και η τεχνητή αναπλήρωση της ακτής (beach nourishment).
Η τεχνητή αναπλήρωση της ακτής αποτελεί μια σύγχρονη μέθοδο επίλυσης των διαβρωτικών προβλημάτων, ενώ δύναται να εφαρμοστεί σε περιοχές όπου επιδιώκεται οικονομική (τουριστική) ανάπτυξη ή όπου ήδη υπάρχουν σημαντικές τουριστικές δραστηριότητες μιας και δεν υποβαθμίζει αισθητικά (οπτική όχληση) την περιοχή. Στη μέθοδο αυτή, η ακτή τροφοδοτείται με άμμο που λαμβάνεται είτε από άλλες παράκτιες περιοχές με περίσσεια υλικού είτε από τα βαθύτερα νερά της περιοχής και τοποθετείται με τρόπο τέτοιο ώστε η ακτή να επεκτείνεται σταδιακά προς τη θάλασσα. Το ύψος από το οποίο γίνεται η εναπόθεση του προς αναπλήρωση υλικού είναι της τάξης των 1-3 m πάνω από τη μέση θαλ. στάθμη. Έπειτα από την αρχική εναπόθεση, τα παράκτια κυματογενή ρεύματα οδηγούν συνήθως σε πλευρικές απώλειες άμμου, ενώ οι κυματισμοί που προσπίπτουν κάθετα διαμορφώνουν το προφίλ ισορροπίας, το οποίο εξαρτάται από την κοκκομετρία του προς αναπλήρωση υλικού συγκριτικά με το «αυθηγενές» υλικό της παραλίας.
Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της τεχνητής αναπλήρωσης υπολογίστηκαν χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των «διατομών (προφίλ) ισορροπίας»που έχει προταθεί από τον Dean, (1990). Υπολογίστηκαν έτσι όγκος, το πλάτος, η διάμετρος κόκκων και το ύψος του πρανούς της τεχνητής αναπλήρωσης, για τις εξεταζόμενες παραλίες.